- γραῦν
- γραῦςold womanfem acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
баба — БАБ|А (39), Ы с. 1.Женщина: Баба нѣка˫а блажаше Антигона ц(с)рѩ, и ѡнъ ѡ(т)вѣща ѡ м҃ти, аще бы ти вѣдала, колицѣмъ зломъ исполнена ѥсть перфіра (πρὸς... γραῦν) Пч к. XIV, 36; а мы за нь терпимъ. и гладомъ измирае(м) бѣ бо баба хотѩщи и коупѩщи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παγγήρως — ( ων (ΑΜ) υπέργηρος («παγγήρων γραῡν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γήρως (< γῆρας), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ. ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
προκρούω — και δωρ. παρατ. πρόκροον, και λακων. παρατ. προύκρουον Α 1. χτυπώ κάτι 2. επιμηκύνω, τεντώνω κάτι σφυρηλατώντας το ([για τον Προκρούστη] «τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν», Διόδ.) 2. επιτίθεμαι 3. (σχετικά με γυναίκα) συνευρίσκομαι,… … Dictionary of Greek